Στις πρώτες σκηνές οι θαμώνες του σπιτιού μεταμορφώνονται σ’ έναν επίσκοπο που συγχωρεί έναν μετανοημένο. Σε άλλο δωμάτιο ένας δικαστής τιμωρεί μια κλέφτρα. Το αποκορύφωμα είναι μ’ ένα στρατηγό που καβαλάει το άλογό του – κορίτσι του σπιτιού-. Στο μεταξύ έξω στην πόλη εξελίσσεται επανάσταση και καίγονται τα πάντα. Η μαντάμ Ίρμα και οι ένοικοι του οίκου ανοχής περιμένουν με αγωνία την άφιξη του Αρχηγού της Αστυνομίας. Μια από τις ιερόδουλες, η Σαντελ έχει εγκαταλείψει τον οίκο ανοχής. Η χαρακτηριστική της φιγούρα και η βραχνή φωνή της την οδηγούν να γίνει η ενσάρκωση του πνεύματος της επανάστασης. Οι επιφανείς του κρατους όπως ο Αρχηγός της Δικαιοσύνης, ο Επίσκοπος και ο Στρατηγός σκοτώθηκαν στην εξέγερση. Ο απεσταλμένος από τη Βασίλισσα φτάνει σε απελπισία βλέποντας το κράτος να καταρρέει. Πηγαίνει στον οίκο ανοχής της Ίρμα και πείθει τους θαμώνες να παίξουν τους ρόλους τους στην πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας τα κοστούμια τους παρουσιάζονται δημόσια ως πρόσωπα εξουσίας σε μια αντεπαναστατική προσπάθεια να αποκαταστήσουν την τάξη και το καθεστώς.
Χαρακτήρες
Η Ίρμα ( Πέπη Οικονομοπούλου) είναι αυτή που έχει την πραγματική εξουσία. Είναι η στιγνή επιχειρηματίας που πατάει επί πτωμάτων. Την ενδιαφέρει η προσωπική της ευημερία και φοβάται για την ζωή της.
Ο αρχηγός της αστυνομίας ( Γιάννης Τσιώμου) κατέχει την πραγματική εξουσία . Είναι αυτός που πρέπει να διατηρήσει την σταθερότητα του κράτους και να καταστείλει την επανάσταση.
Ο στρατηγός (Νίκος Καραγιώργης) γνωρίζοντας ότι έχει πολλούς εχθρούς δείχνει να εμπιστεύεται μόνο το άλογο του. Μέσα από την έκφυλη πλευρά του ερωτεύεται το άλογο του ( Μαρία Δρακοπούλου). Ζητάει την επιβεβαίωση και βρίσκει την εκτόνωση και ηδονή μαζί της.
Ο δικαστής (Σωτήρης Αντωνίου) έχει αφιερώσει την ζωή του να τιμωρεί τους ενόχους. Προφανώς φίλος του αρχηγού της αστυνομίας που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του. Συνεργάτης του ο δήμιος ( Νίκος Χαλατζίδης) που ήταν και ένας από τους συντρόφους της Ίρμα. Ο δήμιος τιμωρεί την κλέφτρα (Γιάνος Τριανταφύλλου). Να σημειώσουμε ότι ο δήμιος ήταν ο μοναδικός άντρας που έμενε στον οίκο ανοχής.
Ο Ροζέ (Γιώργος Λιβανός) είναι ο υδραυλικός επαναστάτης που ερωτεύεται την Σαντελ (Καίτη Ιμπροχώρη). Την πείθει να φύγει από τον οίκο ανοχής και να γίνει το σύμβολο της επανάστασης. Εκείνη ερωτευμένη τραγουδάει στο μπαλκόνι και θυσιάζεται στον βωμό της επανάστασης.
Στην συνέχεια ο Ροζέ επισκέπτεται τον ” οίκο των ψευδαισθήσεων” και ζει την φαντασίωση του. Τότε ο επαναστάτης που ονειρεύεται να γίνει Αρχηγός της Αστυνομίας ευνουχίζεται ως επαναστάτης. Χαρακτηριστικό είναι ότι προς χάριν της φαντασίωσης του αρνείται να επιστρέψει στην πραγματικότητα.
Η βασίλισσα ( Χαριτίνη Καρόλου) προστατευμένη αλλά περιτριγυρισμένη από εχθρούς πεθαίνει στο παλάτι της. Ο απεσταλμένος της (Γιάννος Τριανταφύλλου) την παρουσιάζει ως ζωντανή ενώ προσπαθεί να βρει αντικαταστάτρια. Χρέος του είναι να διατηρήσει την σταθερότητα του κράτους πάση θυσία.
Η Κάρμεν (Ιουλία Φάλλια) είναι ιερόδουλος και το δεξί χέρι της Ίρμας. Είναι αυτή που κρατάει επικοινωνία με τον έξω κόσμο και λέει τα νέα στο σπίτι.
Ο επίσκοπος (Μάνος Χατζηγεωργίου) θέλει να περάσει την εξουσία και την χειραγώγηση του λαού μέσα από την πίστη. Θέλει να τον σέβονται και να επεμβαίνει στο κράτος για την ατομική του προβολή.
Ο φωτογράφος – ναύτης ( Μάνος Τσιβιλής) εκπροσωπεί τον λαό και επαναστατεί αψηφώντας την ζωή του.
Σκηνοθεσία
Ο βραβευμένος Γιώργος Λιβανός για άλλη μια φορά πρωτοπόρησε. Έφερε για πρώτη φορά το μπαλκόνι του Ζενέ στην Ελλάδα. Η σκηνοθεσία του μαζί με τον φωτισμό μας μετέφερε στην Γαλλία του ’50 και το κλίμα της επανάστασης. Ο εξαιρετικός τρόπος σκηνοθεσίας του, μας μεταφέρει πότε στον οίκο ανοχής, πότε στους δρόμους με τους επαναστάτες και πότε στο παλάτι. Η τεράστια δυσκολία να συντονίσει 16 ηθοποιούς ( μαζί με τον Νίκο Γιάννακα που δυστυχώς έχει φύγει από κοντά μας) και να βγάλει ένα άρτιο αποτέλεσμα δείχνει την αξία του ως σκηνοθέτη. Καταφέρνει μια παράσταση 120 λεπτών να είναι ευχάριστη χωρίς να καταλαβαίνεις την διάρκεια.
Σκηνικά και κοστούμια
Η Δέσποινα Βολίδη με τα σκηνικά και τα κοστούμια της μας μετέφερε στην Γαλλία του ’50. Η χλιδή στα κοστούμια από την μια, και η απλότητα έκαναν την εικόνα των σκηνικών πιο ολοκληρωμένη.
Μουσική
Η κεντρική μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα. Η διδασκαλία έγινε από την Νίκη Γκουντούμη η οποία έπαιζε και πιάνο. Επίσης υπάρχει ορχήστρα αποτελούμενη από τον Γιάννο Τριανταφύλλου στο ακορντεόν, Σωτήρη Αντωνίου στην ηλεκτρική κιθάρα, κιθάρα τον Μάνο Τζιβιλή και κρουστά η Μαρία Δρακοπούλου και Μάνος Χατζηγεωργίου.
Όλοι οι ηθοποιοί τραγουδούν ως χορωδία τους ύμνους της επανάστασης σε στίχους Γιώργου Λιβανού.
Η χορογραφίες ήταν του Άγγελου Χατζή , η μετάφραση της Μαίρης Μιχαλάτου και η απόδοση- αναδημιουργία κειμένου της Λίας Βιτάλη.
Ανάλυση του έργου
Το βασικό θέμα του έργου είναι η επανάσταση και η μετάβαση από την βιομηχανική κοινωνία σε τεχνοκρατία. Ξεδιπλώνεται η επανάσταση που δυστυχώς δεν θα ευδοκιμήσει. Παρουσιάζεται η καθιέρωση της τάξης, η απειλή της μέσω της εξέγερσης και η αποκατάσταση της. Σε δεύτερο επίπεδο θίγονται η σεξουαλικότητα και οι έκφυλες τάσεις των πρωταγωνιστών. Στην πραγματικότητα η σεξουαλικότητα δεν παίζει κανένα ρόλο. Οι θαμώνες του οίκου ανοχής προσπαθούν να πετύχουν την εξουσία. Βλέπουμε ξεκάθαρα να συγχέουν το κύρος με την εξουσία και να ταυτίζουν το ένα με το άλλο Στο τέλος έρχεται ο θάνατος που αποτελεί την κάθαρση από την άσωτη ζωή. Ο μυστικισμός και οι κρυφές επιθυμίες κάνουν τον άνθρωπο να απαρνείται το είναι του και να θέλει να γίνει κάποιος άλλος. Όταν τελικά καταφέρει να ζήσει την φαντασίωση του και κοιταχτεί στον καθρέφτη δεν μπορεί να ζήσει συνειδητοποιώντας ποιος πραγματικά είναι.
Ο Ζενέ είναι υπερβολικά ρεαλιστής. Δεν παρουσιάζει αυτό που φαντάζεται αλλά την πραγματικότητα. Συγχωνεύει το μεταφυσικό ή το ιερό με το πολιτικό. Αποτελεί την πιο επιτυχημένη μέχρι σήμερα άρθρωση μεταμοντερνιστικής παράστασης.
Συμπεράσματα
Μια παράσταση πολύ δυνατή με πολλά νοήματα. Παρόλο που έχουν περάσει 73 χρόνια το θέμα είναι σύγχρονο. Περνάει στο κοινό με ιδιαίτερα σαφή και κατανοητό τρόπο τους θεμελιώδεις μετασχηματισμούς που έχει υποστεί η σύγχρονη κοινωνία τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Το μπαλκόνι του Ζενέ όχι μόνο αξίζει να το δείτε αλλά ίσως το δείτε και περισσότερες από μία φορές!